- δαιμονομανία
- η мед. демономания, бред одержимости дьяволом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαιμονομανία — η (Μ δαιμονομανία) νεοελλ. η παθολογική κατάσταση τού δαιμονομανούς μσν. η μανιώδης λατρεία τών δαιμόνων … Dictionary of Greek
demonomanía — ► sustantivo femenino Conjunto de delirios de posesión del que se cree endemoniado. TAMBIÉN demoniomanía * * * demonomanía f. Manía del que se cree poseído por el demonio. ≃ Demoniomanía. * * * demonomanía. (Del gr. δαιμονομανία). f. Manía que… … Enciclopedia Universal
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek
demonomanía — (Del gr. δαιμονομανία). f. Manía que padece quien se cree poseído del demonio … Diccionario de la lengua española